εθνικιστικός

εθνικιστικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στον εθνικισμό ή στους εθνικιστές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εθνικιστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνικισμό ή τους εθνικιστές (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βίντερ, Κρίστιαν Φέρντιναντ — (Kristian Ferdinand Winther, Φένσμαρκ 1796 – Παρίσι 1876).Δανός ποιητής. Τα πρώτα του ποιήματα, που τον έφεραν σε μια από τις πρώτες θέσεις μεταξύτων εκπροσώπων του δανέζικου ρομαντισμού, ήταν ερωτικά και μπαλάντες επηρεασμένες από το ύφος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”